- φροντίς
- φροντῐς (φροντίς, -ίδι, -ίδ(α), -ίσιν.)a thought, reflexion
πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92
καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ N. 10.22
ἀμευσιεπῆ φροντίδα fr. 24. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα fr. 182. pl.,νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19
b object of one's thoughts, hope τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (= μέλημα, Gildersleeve) P. 10.62 cf. ]φροντι . . ἐλπιδ[ (? φροντίδες expll. ἐλπίδες, Lobel) fr. 6b. g.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.