φροντίς

φροντίς
φροντῐς (φροντίς, -ίδι, -ίδα), -ίσιν.)
a thought, reflexion

πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92

καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ N. 10.22

ἀμευσιεπῆ φροντίδα fr. 24. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα fr. 182. pl.,

νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19

b object of one's thoughts, hope τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (= μέλημα, Gildersleeve) P. 10.62 cf. ]φροντι . . ἐλπιδ[ (? φροντίδες expll. ἐλπίδες, Lobel) fr. 6b. g.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φροντίς — thought fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρόντις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. φροντίδα …   Dictionary of Greek

  • φροντί — φροντίς thought fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντίδα — φροντίς thought fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντίδας — φροντίς thought fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντίδες — φροντίς thought fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντίδι — φροντίς thought fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντίδος — φροντίς thought fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φροντίδων — Φρόντις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντίδων — φροντίς thought fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”